μεχρι

μεχρι
    μέχρι
    μέχρῐ
    I
    редко μέχρις praep. cum gen. (см., однако, 4 и 5)
    1) (вплоть) до
    

(ἀπὸ τοῦ Πόντου μ. Σαρδοῦς Arph.; μ. τοῦ γόνατος, реже ἐς γόνυ μ. Plat.; μ. αἵματος ἀνταγωνίζεσθαι NT.)

    τέο μ. (= μ. τίνος χρόνου) ; Hom. — до каких пор?, доколе?;
    μ. τοσούτου (или τούτου) ἕως ἄν Thuc., Plat.; — до тех пор, пока (не);
    τὸ μ. ἐμεῦ Her. — до меня, т.е. до моего прибытия;
    иногда μ. οὗ:
    μ. οὗ τροπέων τῶν θερινέων Her. — до летнего солнцестояния;
    μ. ὅτευ πληθώρης ἀγορῆς Her. — пока площадь не наполнялась народом

    2) до конца
    

(μ. τῆς ἐκείνου ζόης Her.)

    μ. ἡμερέων ἑπτά Her. — в течение (досл. до истечения) семи дней

    3) до пределов, в пределах, в меру
    

μ. τοῦ δυνατοῦ Plat. — в пределах возможного;

    μ. ὑγιείας Plat. — насколько позволяет здоровье, т.е. без ущерба для здоровья

    4) (часто cum nom.) приблизительно, около
    

(μ. τριάκοντα ἔτη Aeschin.)

    5) (с наречием места или времени или с предлогом) до
    

μ. ἐνταῦθα и μ. δεῦρο Plat. — до сих пор;

    μ. (τὰ) νῦν Plat., Diod.; — доныне;
    μ. ποῖ ; Xen. — доколе?;
    μ. οὗ πρῴην Her. — до недавнего времени;
    μ. πόρρω τῆς ἡμέρας Xen. — до позднего утра;
    μ. εἰς τὸ στρατόπεδον Xen. — до самого лагеря;
    μ. ἐπὴ θάλατταν Xen. — до самого моря

    II
    conj. (с ind. или conjct.) пока (не)
    

(μ. μὲν ὥρεον ἡμέας ὅπλα ἔχοντας Her.)

    μ. ἕως ἐγένετο Plat. — пока не занялась заря;
    μ. δυνατὸν ἦν Xen. — пока было возможно;
    μ. δ΄ ἂν ἐγὼ ἥκω Xen. — пока я не приду;
    μ. οὗ τοῖς Ἀθηναίοις τι δόξῃ Thuc. — пока у афинян не будет принято какое-л. решение


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Полезное


Смотреть что такое "μεχρι" в других словарях:

  • μέχρι — as far as indeclform (adverb) μέχρι as far as indeclform (conj) μέχρι as far as indeclform (prep) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μέχρι — και μέχρις (μπροστά από φωνήεν), έως, ίσαμε, περίπου, σχεδόν: Σε περιμέναμε μέχρι το πρωί. – Θα σου τα λέω μέχρις ότου να συμμορφωθείς …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μέχρι — και πριν από φωνήεν μέχρις (ΑΜ μέχρι και μέχρις) (χρησιμοποιείται ως πρόθ. καταχρηστ., ως επίρρ. τοπ. ή χρον. και ως χρον. σύνδ.) 1. έως, ίσαμε (α. «θα πάω μέχρι το Φάληρο» β. «θα έχω έλθει μέχρι τις επτά» γ. «μέχρι τῆς πόλεως», Θουκ. δ. «ὥστ… …   Dictionary of Greek

  • μέχρις — μέχρι as far as indeclform (adverb) μέχρι as far as indeclform (conj) μέχρι as far as indeclform (prep) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μέχριπερ — μέχρι as far as indeclform (conj) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… …   Dictionary of Greek

  • Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… …   Dictionary of Greek

  • Βραζιλία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Βραζιλίας Έκταση: 8.547.404 τ.χλμ Πληθυσμός: 174.468.575 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Μπραζίλια (2.043.169 κάτ. το 2000)Κράτος της Νότιας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τη Γαλλική Γουιάνα (ΒΑ), το Σουρινάμ,… …   Dictionary of Greek

  • κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… …   Dictionary of Greek

  • Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… …   Dictionary of Greek

  • Αργεντινή — Κράτος της Νότιας Αμερικής.Συνορεύει ΒΑ με την Ουρουγουάη και τη Βραζιλία, Β με την Παραγουάη, ΒΔ με τη Βολιβία, Δ και ΝΔ με τη Χιλή, ενώ μια χιλιανή στενή λωρίδα γης τη χωρίζει από το έδαφος της Γης του Πυρός. Ανατολικά βρέχεται από τον… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»